Μετάβαση στο περιεχόμενο

μειδιώ

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: μειδιῶ

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μειδιώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μειδιῶ, συνηρημένος τύπος του μειδιάω, μορφή του μειδάω

μειδιώ, -άς, ..., πρτ.: μειδίαζα, αόρ.: μειδίασα (χωρίς παθητική φωνή)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

αρχαιόπρεπες λέξεις:

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)