φαγουρίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φαγουρίζω < φαγούρα + -ίζω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /fa.ɣuˈɾi.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φα‐γου‐ρί‐ζω

Ρήμα[επεξεργασία]

φαγουρίζω

  • νιώθω φαγούρα (δόκιμο μόνο στο τρίτο πρόσωπο)
Με φαγουρίζει το χέρι μου. Λες να πάρω λεφτά; (με τρώει το χέρι μου, έχω φαγούρα στο χέρι)

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]