itch
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
itch | itches |
itch (en)
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | itch |
γ΄ ενικό ενεστώτα | itches |
αόριστος | itched |
παθητική μετοχή | itched |
ενεργητική μετοχή | itching |
itch (en)