φαινομενικό
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]φαινομενικό
- αιτιατική ενικού του φαινομενικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του φαινομενικός
φαινομενικό