φαινομενικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φαινομενικός < φαίνομαι
Επίθετο
[επεξεργασία]φαινομενικός -ή -ό
- που φαίνεται ότι είναι κάτι, χωρίς να είναι πραγματικά
- μια φαινομενική βελτίωση των οικονομικών συνθηκών