ostensible

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ostensible (en)

  1. φανερός
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη obvious
  2. φαινομενικός



Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
ostensible ostensibles

ostensible (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. φανερός, απροκάλυπτος
  2. επιφανειακός, επιπόλαιος

Συγγενικά

[επεξεργασία]