Μετάβαση στο περιεχόμενο

apparent

Από Βικιλεξικό
παραθετικά
θετικός apparent
συγκριτικός more apparent
υπερθετικός most apparent

Επίθετο

[επεξεργασία]

apparent (en)

Σύνθετα

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
apparent < aparant, μετοχή του αρχαίου γαλλικού ρήματος apparoir

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.pa.ʁɑ̃/
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό apparent apparents
θηλυκό apparente apparentes

apparent (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]