apparent
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | apparent |
συγκριτικός | more apparent |
υπερθετικός | most apparent |
Επίθετο
[επεξεργασία]apparent (en)
Σύνθετα
[επεξεργασία]
Πηγές
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- apparent < aparant, μετοχή του αρχαίου γαλλικού ρήματος apparoir
Προφορά
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | apparent | apparents |
θηλυκό | apparente | apparentes |
apparent (fr) αρσενικό ή θηλυκό