apparent
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
apparent (en)
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- apparent < aparant, μετοχή του αρχαίου γαλλικού ρήματος apparoir
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | apparent | apparents |
θηλυκό | apparente | apparentes |
apparent (fr) αρσενικό ή θηλυκό