φαλτσαριστά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
φαλτσαριστά < φαλτσαριστός
Επίρρημα[επεξεργασία]
φαλτσαριστά
- με φαλτσαριστό τρόπο, με φάλτσο
- σούταρε τη μπάλα φαλτσαριστά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φαλτσαριστά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
φαλτσαριστά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του φαλτσαριστό