φαλτσαριστός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φαλτσαριστός < φαλτσάρω + -τός < φάλτσο < ιταλική falso < λατινική falsus < fallo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *(s)gʷʰh₂el- (σκοντάφτω)
Επίθετο[επεξεργασία]
φαλτσαριστός
- που διαγράφει μια κάπως καμπύλη τροχιά, επειδή χτυπήθηκε με φάλτσο ή άλλη λόγοι τον ανάγκασαν να εκτραπεί της ευθείας πορείας
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη φάλτσος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φαλτσαριστός
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -τός (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)