φαρμάρω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
φαρμάρω < φάρμα + κατάληξη -άρω < (άμεσο δάνειο) αγγλική farm

φαρμάρω

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
πρόσωπα Ενεστώτας Παρατατικός Εξ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. φαρμάρω φάρμαρα θα φαρμάρω να φαρμάρω φαρμάροντας
β' ενικ. φαρμάρεις φάρμαρες θα φαρμάρεις να φαρμάρεις φαρμάρετε
γ' ενικ. φαρμάρει φάρμαρε θα φαρμάρει να φαρμάρει
α' πληθ. φαρμάρουμε φαρμάραμε θα φαρμάρουμε να φαρμάρουμε
β' πληθ. φαρμάρετε φαρμάρατε θα φαρμάρετε να φαρμάρετε φαρμάρετε
γ' πληθ. φαρμάρουν(ε) φάρμαραν
φαρμάραν(ε)
θα φαρμάρουν(ε) να φαρμάρουν(ε)

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]