φασόλια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φασόλια < πληθυντικός αριθμός του φασόλι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φασόλια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  1. το φαγητό με χλωρά φασόλια· φασολάκια
  2. η σούπα με ξερά φασόλια· φασολάδα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

φασόλια