φκιόρον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φκιόρον < (άμεσο δάνειο) ιταλική fiore

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈfco.ɾon/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φκιόρον ουδέτερο (ιδιωματικό)

Πηγές[επεξεργασία]

  • Ξυδόπουλος, Γεώργιος (2017). Στοιχεία νεοελληνικών διαλέκτων. Αθήνα: Πατάκης, σελ. 12.