φος νοτ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φος νοτ < απροσάρμοστο (λόγιο δάνειο) γαλλική fausse note < fausse (λανθασμένη), note (νότα), πληθυντικός: fausses notes με ίδια προφορά
Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]φος νοτ άκλιτο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φος νοτ
|