φουρό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
φουρό < από τη γαλλική λέξη fourreau

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

φουρό ουδέτερο

  • φουσκωτό μεσοφόρι για νυφικά και τουαλέτες που άλλοτε συνήθιζαν και στην καθημερινότητά τους οι γυναίκες όταν το απαιτούσε η μόδα, ώστε να αποκτά όγκο η φούστα ή το κάτω μέρος του φορέματος και να δείχνει συνάμα λεπτότερη η μέση

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]