φραστικώς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φραστικώς < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα φραστικῶς < αρχαία ελληνική φραστικός
Επίρρημα[επεξεργασία]
φραστικώς
φραστικώς
|