φραστικά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φραστικά < φραστικός

Επίρρημα[επεξεργασία]

φραστικά

  1. με τρόπο σχετικό με φράσεις
    Θεωρώ ότι φραστικά έμεινε ασαφές, δεν το ξεκαθαρίσατε (από άποψη εκλογής φράσεων ή λέξεων ή σύνταξης)
    Το διάβασα, καλή ιδέα, αλλά στην τελευταία πράγραφο κάτι δεν μου πάει φραστικά (συντακτικά, νοηματικά, λεκτικά, εκφραστικά)
  2. προφορικά ή λεκτικά, με λέξεις (σπανίως γραπτές), σε αντιδιαστολή προς το έμπρακτα, ή προς επιρρήματα/ρήματα που δηλώνουν άλλες ενέργειες, πιο δραστικές από την ομιλία
    Μα διαπληκτίσθηκαν φραστικά, δεν τράβηξαν δα και μαχαίρι
    Η λεκτική κακοποίηση των παιδιών είναι όρος της ψυχολογίας -δεν λέγεται η φράση "το παιδί κακοποιήθηκε φραστικά"

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

φραστικά