φώτα πορείας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
φώτα πορείας ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του φως πορείας: το επίπεδο έντασης των φανών οχημάτων («σκάλα» (ή ξεχωριστά φανάρια) που είναι κατάλληλο για φωτισμό των δρόμων σε μεγάλη απόσταση εμπρός από το κινούμενο όχημα
Σημειώσεις[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φώτα πορείας
|