χαλάμε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /xaˈla.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χα‐λά‐με
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
χαλάμε
- α΄ πρόσωπο πληθυντικού οριστικής ενεστώτα του ρήματος χαλάω / χαλώ