χαμαιγενής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χαμαιγενής < χαμαί + γίγνομαι

Επίθετο[επεξεργασία]

χαμαιγενής, ής, ές

καὶ τίς ἀνθρώπων σε χαμαιγενέων πολιᾶς ἐξανῆκεν γαστρός; (Πίνδαρος)
αὖ καὶ κατὰ γαῖαν ἀπείριτον ἀνθεμόεσσαν ἔργ᾽ ἐρατὰ φθείρουσι χαμαιγενέων ἀνθρώπων (Ησίοδος)