χαυνόω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χαυνόω < χαῦνος

Ρήμα[επεξεργασία]

χαυνόω-χαυνῶ (μέλλων: χαυνώσω)

  1. καθιστώ κάτι χαλαρό, πορώδες, αραιό, μαλθακό
  2. χαλαρώνω, γίνομαι μαλθακός εγώ
  3. ανοίγω το στόμα και χάσκω, γίνομαι χαζός
    ὁ νοῦς ἐχαυνώθη
  4. φουσκώνω, αλαζονεύομαι

Συγγενικά[επεξεργασία]