χιτζάμπ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χιτζάμπ < αγγλική hijab < αραβική حجاب (ḥijāb: πέπλο, βέλο, κάλυμμα, κουρτίνα) < ρίζα ح ج ب (ḥ-j-b)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χιτζάμπ ουδέτερο άκλιτο
- (νεολογισμός) παραδοσιακό κεφαλομάντιλο των μουσουλμάνων γυναικών, με το οποίο καλύπτουν τα μαλλιά και τον λαιμό
Υπερώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αραβικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)