χοντρέλας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

χοντρέλας (el)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χοντρέλας αρσενικό