χοντρέλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χοντρέλα | οι | χοντρέλες |
γενική | της | χοντρέλας | — | |
αιτιατική | τη | χοντρέλα | τις | χοντρέλες |
κλητική | χοντρέλα | χοντρέλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χοντρέλα < χοντρ(ή) (< χοντρός) + μεγεθυντικό επίθημα -έλα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χοντρέλα θηλυκό (αρσενικό χοντρέλας)
- (μειωτικό) υποτιμητικός χαρακτηρισμός για κοπέλα ή γυναίκα που είναι ιδιαίτερα παχιά, πολύ χοντρή
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χοντρέλα
|
Πηγές[επεξεργασία]
- χοντρέλα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με μεγεθυντικό επίθημα -έλα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μειωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)