χρέμπτομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χρέμπτομαι < θέμα χρεμ κοινό με το χρέμψ και χρεμετίζω και χρέμης

Ρήμα[επεξεργασία]

χρέμπτομαι (μέλλοντας: χρέψομαι αόρ. ἐχρεμψάμην)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

«συναχραψάμενος την ψυχήν μετά του φλέγματος» Λουκιανός Υπέρ του εν τη προσαγορεύσει πταίσματος

Πηγές[επεξεργασία]