χρεμετισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χρεμετισμός < αρχαία ελληνική χρεμετισμός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χρεμετισμός αρσενικό
- (λόγιο) το χλιμίντρισμα
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη χρεμετίζω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χρεμετισμός
|