χύνω ιδρώτα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Έκφραση
[επεξεργασία]χύνω ιδρώτα
- (μεταφορικά) ταλαιπωρούμαι αφάνταστα για να επιτύχω κάτι, μοχθώ υπερβολικά
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χύνω ιδρώτα
|
Πηγές
[επεξεργασία]- χύνω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Κάτος, Γιώργος Β. (2016) Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής μας γλώσσας. Θεσσαλονίκη, 2016 στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας- Αναζήτηση:'ιδρώτας'.