ψαλμωδώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ψαλμωδώ < από το ρήμα της μεταγενέστερης ελληνικής ψαλμωδέομαι < από τις λέξεις ψαλμός και ἀείδω-ᾄδω

Ρήμα[επεξεργασία]

ψαλμωδώ

  1. Ψάλλω εκκλησιαστικούς ύμνους.
  2. Τους συνθέτω.

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]