ψιλοπράγματα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ψιλοπράγματα < ψιλός + πράγμα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ψιλοπράγματα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  1. πράγματα χωρίς μεγάλη αξία
  2. (κατ’ επέκταση) γεγονότα που θεωρούνται δευτερεύοντα, λεπτομέρειες

Ταυτόσημο[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]