ψιλούμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ψιλούμενος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ψιλούμενος (αρχαία σημασία: που αποτριχώνεται, που απογυμνώνεται) < αρχαία ελληνική ψιλῶ, συνηρημένου τύπου του ψιλόω
Μετοχή[επεξεργασία]
ψιλούμενος, -η, -ο
- (αρχαιοπρεπές, γραμματική) αυτός που ψιλούται, που παίρνει το πνεύμα της ψιλής ή προφέρεται με ψιλή προφορά ανεξαρτήτως του αν είναι γραμμένος ή όχι
- ↪ λέξη ψιλούμενη, ψιλουμενο θέμα
- ↪ ψιλούμενος ενεστώτας, ο ψιλούμενος ιωνικός τύπος της λέξης
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
ψιλούμενος, -η, -ον
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Μετοχές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αρχαιοπρεπείς όροι (νέα ελληνικά)
- Γραμματική (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Μετοχές (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)