батисферы
Εμφάνιση
Ρωσικά (ru)
[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]батисферы (ru) (batisfе́ry) θηλυκό
- γενική ενικού του батисфера
- ονομαστική και αιτιατική πληθυντικού του батисфера
батисферы (ru) (batisfе́ry) θηλυκό