Կոշկակարյան

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρμενικά (hy)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Կոշկակարյան < επάγγελμα կոշկակար (koškakar, υποδηματοποιός, τσαγκάρης) [< կոշիկ (παπούτσι, košik)] + -յան (-yan)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kɔʃkɑkɑɾˈjɑn/
ΔΦΑ : /ɡɔʃkɑɡɑɾˈjɑn/ (δυτική αρμενική)

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Կոշկակարյան (hy) (Koškakaryan) αρσενικό ή θηλυκό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Απόγονοι[επεξεργασία]

Կոշկակարյան (αρμενικά)

αγγλικά: Koshkakaryan, Koshkakarian, Goshkagarian
ρωσικά: Кошкакарян (Koškakarján)

Μεταγραφές[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]