ἀμφιέννυμι < ἀμφι- + ἕννυμι
ἀμφιέννυμι και ἀμφιύω και ἀμφιεννύω
ντύνω κάποιον, τον ενδύω , το περιβάλλω
※ ἀμφιεννὺς αὐτὰ πυκναῖς τε θριξὶν καὶ στερεοῖς δέρμασιν, ἱκανοῖς μὲν ἀμῦναι χειμῶν : ντύνοντάς τα με πυκνό τρίχωμα και χοντρές προβιές, που να μπορούν να τα φυλάξουν από το κρύο (Πλάτων, Πρωταγόρας, 321α, απόδοση Η.Σ. Σπυρόπουλος)
(μέση φωνή ) ἀμφιέννυμαι (σπάνιο ): φορώ
ἀμφιέσαντο χιτῶνας
ἀμφιέννυμι
Ενεργητική φωνή
Ενεργητικός Ενεστώτας
προσωπικές εγκλίσεις
οριστική
υποτακτική
ευκτική
προστακτική
ἐγώ
ἀμφιέννῡμι
ἀμφιεννύω
ἀμφιεννύοιμι
-
σύ
ἀμφιέννῡς
ἀμφιεννύῃς
ἀμφιεννύοις
ἀμφιέννῡ
οὗτος
ἀμφιέννῡσι(ν)
ἀμφιεννύῃ
ἀμφιεννύοι
ἀμφιεννύτω
ἡμεῖς
ἀμφιέννυμεν
ἀμφιεννύωμεν
ἀμφιεννύοιμεν
-
ὑμεῖς
ἀμφιέννυτε
ἀμφιεννύητε
ἀμφιεννύοιτε
ἀμφιέννυτε
οὗτοι
ἀμφιεννύασι(ν)
ἀμφιεννύωσι(ν)
ἀμφιεννύοιεν
ἀμφιεννύντων / ἀμφιεννύτωσαν
ονοματικοί τύποι
απαρέμφατο
μετοχή
ἀμφιεννύναι
ἀμφιεννύς
ἀμφιεννῦσα
ἀμφιεννύν
Ενεργητικός Παρατατικός
προσωπικές εγκλίσεις
οριστική
υποτακτική
ευκτική
προστακτική
ἐγώ
ἠμφιέννῡν
-
-
-
σύ
ἠμφιέννῡς
-
-
-
οὖτος
ἠμφιέννῡ
-
-
-
ἡμεῖς
ἠμφιέννυμεν
-
-
-
ὑμεῖς
ἠμφιέννυτε
-
-
-
οὗτοι
ἠμφιέννυσαν
-
-
-
Ενεργητικός Παρατατικός
προσωπικές εγκλίσεις
οριστική
υποτακτική
ευκτική
προστακτική
ἐγώ
ἠμφιέννυον
-
-
-
σύ
ἠμφιέννυες
-
-
-
οὖτος
ἠμφιέννυε
-
-
-
ἡμεῖς
ἠμφιεννύομεν
-
-
-
ὑμεῖς
ἠμφιεννύετε
-
-
-
οὗτοι
ἠμφιέννυον
-
-
-
Ενεργητικός Μέλλοντας
προσωπικές εγκλίσεις
οριστική
υποτακτική
ευκτική
προστακτική
ἐγώ
ἀμφιῶ
-
ἀμφιοῖμι / ἀμφιοίην
-
σύ
ἀμφιεῖς
-
ἀμφιοῖς / ἀμφιοίης
-
οὖτος
ἀμφιεῖ
-
ἀμφιοῖ / ἀμφιοίη
-
ἡμεῖς
ἀμφιοῦμεν
-
ἀμφιοῖμεν
-
ὑμεῖς
ἀμφιεῖτε
-
ἀμφιοῖτε
-
οὗτοι
ἀμφιοῦσι(ν)
-
ἀμφιοῖεν
-
ονοματικοί τύποι
απαρέμφατο
μετοχή
ἀμφιεῖν
ἀμφιῶν
ἀμφιοῦσα
ἀμφιοῦν
Ενεργητικός Αόριστος α'
προσωπικές εγκλίσεις
οριστική
υποτακτική
ευκτική
προστακτική
ἐγώ
ἠμφίεσα
ἀμφιέσω
ἀμφιέσαιμι
-
σύ
ἠμφίεσας
ἀμφιέσῃς
ἀμφιέσαις / ἀμφιέσειας
ἀμφίεσον
οὗτος
ἠμφίεσε
ἀμφιέσῃ
ἀμφιέσαι / ἀμφιέσειεν
ἀμφιεσάτω
ἡμεῖς
ἠμφιέσαμεν
ἀμφιέσωμεν
ἀμφιέσαιμεν
-
ὑμεῖς
ἠμφιέσατε
ἀμφιέσητε
ἀμφιέσαιτε
ἀμφιέσατε
οὗτοι
ἠμφίεσαν
ἀμφιέσωσι(ν)
ἀμφιέσαιεν / ἀμφιέσειαν
ἀμφιεσάντων / ἀμφιεσάτωσαν
ονοματικοί τύποι
απαρέμφατο
μετοχή
ἀμφιέσαι
ἀμφιέσας
ἀμφιέσασα
ἀμφιέσαν