ἀμφιέννυμι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ἀμφιέννυμι και ἀμφιύω και ἀμφιεννύω
- ντύνω κάποιον, τον ενδύω, το περιβάλλω
- ※ ἀμφιεννὺς αὐτὰ πυκναῖς τε θριξὶν καὶ στερεοῖς δέρμασιν, ἱκανοῖς μὲν ἀμῦναι χειμῶν : ντύνοντάς τα με πυκνό τρίχωμα και χοντρές προβιές, που να μπορούν να τα φυλάξουν από το κρύο (Πλάτων, Πρωταγόρας, 321α, απόδοση Η.Σ. Σπυρόπουλος)
- (μέση φωνή) ἀμφιέννυμαι (σπάνιο): φορώ
- ἀμφιέσαντο χιτῶνας
[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
ἀμφιέννυμι
|
Πηγές[επεξεργασία]
- «ἀμφιέννυμι» - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ. Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012.
- «ἀμφιέννυμι» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.