ἀπειλέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀπειλέω < ἀπειλή

Ρήμα[επεξεργασία]

ἀπειλέω - ἀπειλῶ (συνηρημένο)

  1. κομπάζω
  2. φοβερίζω, απειλώ

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀπειλέω < ἀπό + εἴλω

Ρήμα[επεξεργασία]

ἀπειλέω - ἀπειλῶ (συνηρημένο)

  1. (κυρίως στη μέση φωνή: ἀπειλοῦμαι) πιέζομαι, βρίσκομαι σε δύσκολη θέση