ἀποβλητικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ἀποβλητικός < ἀποβάλλω
Επίθετο
[επεξεργασία]ἀποβλητικός-ή-ον
- που έχει την ιδιότητα, που μπορεί να αποβάλλει, δηλ. να ρίξει κάτω τους καρπούς του (ελληνιστική έννοια)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- ἀποβάλλω
- ἀποβλητέος
- ἀπόβλητος,η,ον (ο απόβλητος)
- ἀποβολεύς (εκείνος που ρίχνει, πετάει κάτι)
- ἀποβολή (η αποβολή, η απώλεια)
- ἀποβολιμαῖος (αυτός που ρίχνει κάτι, με γενική)