ἀποφαλακρόω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἀποφαλακρόω < ἀπό + φαλακρός < φαλός (<φάω) + ἄκρος

ἀποφαλακρόω - ἀποφαλακρῶ (συνηρημένο)

  • αποφαλακρώνω
    ἀναφαλαντίας: οὐχ ὁ φαλακρός, ἀλλ' ὁ ἀρχόμενος ἀποφαλακροῦσθαι. (Φρύνιχος, Σοφιστικαί παρασκευαί, 26, 14)