φάω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]φάω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος τρώω
- θα φάω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος τρώω
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φάω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bʰā (λάμπω) όπως και το σανσκριτικό bhās (λαμπρότητα)
Ρήμα
[επεξεργασία]φάω