ξημερώνει
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ksi.meˈɾo.ni/
Ρήμα
[επεξεργασία]ξημερώνει (τριτοπρόσωπο)
- (απρόσωπο ρήμα) έρχεται το ξημέρωμα, βγαίνει ο ήλιος και φαίνεται το πρώτο φως της μέρας
- ※ Άρχισε να ξημερώνει. Έξαφνα, ένα σκυλάκι ρίχθηκε πάνω στον Αποστόλη, κουνώντας χαρούμενα την ουρά του. (Πηνελόπη Δέλτα, Στα μυστικά του βάλτου, Κεφάλαιο ΚΑ)
- (προσωπικό) έρχεται το ξημέρωμα, βγαίνει ο ήλιος και φαίνεται το πρώτο φως της μέρας
- ※ Ήρθεν η ώρα κι ο καιρός, κ' η μέρα ξημερώνει, / να φανερώσει ο Ρώκριτος το πρόσωπο, που χώνει. (Βιτσέντζος Κορνάρος, Ερωτόκριτος, Ε 765-766)
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Απρόσωπα ρήματα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα ποίησης (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)