ἀσθενόω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ἀσθενόω - ἀσθενῶ (συνηρημένο)
- καθιστώ κάποιον ασθενή, τον αποδυναμώνω, τον εξασθενίζω σημαντικά
- ...εἰ μή τις αὐτοὺς φθάσας ἀσθενώσοι, ἐπὶ ἓν ἕκαστον τῶν ἐθνῶν ἰόντες καταστρέψασθαι : εάν κάποιος δεν προλάβαινε να τους επιτεθεί πρώτος και να τους αποδυναμώσει, θα μπορούσαν να επέλθουν εναντίον κάθε ενός έθνους και να το υποτάξουν (Ξεν. Κύρου Παιδ. 1.53)