ἄβροτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἄβροτος < ἀ- (στερητικό) + βροτός

Επίθετο[επεξεργασία]

ἄβροτος, -η/-ος, -ον

  1. αθάνατος, θεϊκός, ιερός
  2. ο χωρίς ανθρώπους, έρημος