ἐκχωρέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἐκχωρέω <
  1. ἐκ + χώρα
  2. η μεταφορική σημασία προέρχεται από το: ἐκχωρέω ἐκ τοῦ ζῆν (αναχωρώ από τη ζωή)

Ρήμα[επεξεργασία]

ἐκχωρέω

  1. φεύγω από τη χώρα, μεταναστεύω
  2. (μεταφορικά) πεθαίνω
  3. αποχωρώ, αποσύρομαι
  4. παραμερίζω (κάτι)
  5. (για οστά) φεύγω από τη θέση μου, από την άρθρωση