ἐπίσχεστρον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἐπίσχεστρον < αρχαία ελληνική ἐπέχω), ἐπισχ-, (ἐπίσχε(σις)) + -τρον

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἐπίσχεστρον ουδέτερο

Πηγές[επεξεργασία]