ἒξαλλος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: έξαλλος

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἒξαλλος < (ἐξ) ἔξ- + αρχαία ελληνική ἄλλος [1]

Επίθετο[επεξεργασία]

ἒξαλλος, -ος, -ον (ελληνιστική κοινή)

  1. τελείως διαφορετικός από τους υπόλοιπους, διακεκριμένος
  2. (μεταφορικά) εξαίρετος, πολύτιμος
  3. (κατ’ επέκταση) ασυνήθης, παράδοξος

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. έξαλλος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. έξαλλος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας

Πηγές[επεξεργασία]