ἔποικα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: επικά

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἔποικα < ἐποίκα, πιθανόν από τον πληθυντικό ἐποίκετε: τύπος του αόριστου ἐποίησα με κατάληξη -κα, με επίδραση του παρακειμένου (→ δείτε πεποίηκα: έχω ποιήσει, έχω κάνει)

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

ἔποικα

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

αόριστοι με -κα:

→ και δείτε τον αόριστο ἐποίησα για περισσότερους τύπους

Παράγωγα[επεξεργασία]

  • από τον αόριστο με -κα, και τύπος ενεστώτα με -κω: ποίκω

Πηγές[επεξεργασία]