ἕπομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  ἕπομαι 
Παρατατικός  εἱπόμην 
Μέλλοντας  ἕψομαι 
Αόριστος  ἑσπόμην 
Παρακείμενος  ἠκολούθηκα 
Υπερσυντέλικος  ἠκολουθήκειν 
Συντελ.Μέλλ.

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἕπομαι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *sekʷ- (ακολουθώ)

ἕπομαι

  1. (+ δοτική) ακολουθώ
     συνώνυμα: ἀκολουθέω
  2. επακολουθώ
  3. υπακούω, συμμορφώνομαι
  4. επιδιώκω
  5. προσκολλώμαι