ἠπίαλος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἠπίαλος < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἠπίαλος αρσενικό

  1. πυρετός με ρίγος
    ※  5ος↑ αιώνας Ἱπποκράτης, Περὶ ἀερίων ὑδάτων καὶ τόπων, De aere, aquis, locis, 3, p.18, @scaife.perseus
    τοῖσι δὲ ἀνδράσι δυσεντερίας καὶ διαῤῥοίας καὶ ἠπιάλους καὶ πυρετοὺς πολυχρονίους χειμερινοὺς καὶ ἐπινυκτίδας πολλὰς καὶ αἱμοῤῥοΐδας ἐν τῇ ἕδρῃ.
  2. εφιάλτης, άσχημο όνειρο
    ※  5ος/4ος↑ αιώνας Ἀριστοφάνης, Σφῆκες, στίχ. 1038 (1037-1039)
    φησίν τε μετ᾽ αὐτὸν | τοῖς ἠπιάλοις ἐπιχειρῆσαι πέρυσιν καὶ τοῖς πυρετοῖσιν, | οἳ τοὺς πατέρας τ᾽ ἦγχον νύκτωρ καὶ τοὺς πάππους ἀπέπνιγον,
    Αργότερα πάλι, | πέρσι λέω, καταπιάστηκε μ᾽ άλλα δεινά, | τους γνωστούς πυρετούς, τους βραχνάδες, | που στραγγάλιζαν μέσα στις μαύρες νυχτιές τους γονιούς σας, που πνίγαν παππούδες,
    Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr

Συγγενικά[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]