ἡβηδόν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἡβηδόν < αρχαία ελληνική ἥβη + -δόν

Επίρρημα

[επεξεργασία]

ἡβηδόν

  • από τη νεανική ηλικία και μεγαλύτερη απ' αυτή
    5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, στη Βικιθήκη
    • 6 (Ἐρατώ), 21.1
      Συβάριος γὰρ ἁλούσης ὑπὸ Κροτωνιητέων Μιλήσιοι πάντες ἡβηδὸν ἀπεκείραντο τὰς κεφαλὰς καὶ πένθος μέγα προσεθήκαντο·
      όταν η Σύβαρη κυριεύτηκε από τους Κροτωνιάτες, όλοι οι Μιλήσιοι, από έφηβοι και πάνω, έκοψαν τα μαλλιά της κεφαλής τους και κράτησαν μεγάλο πένθος·
      Μετάφραση (1993): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
    • 1 (Κλειώ), 172.2
      ἐνδύντες τὰ ὅπλα ἅπαντες Καύνιοι ἡβηδόν, τύπτοντες δόρασι τὸν ἠέρα μέχρι οὔρων τῶν Καλυνδικῶν εἵποντο καὶ ἔφασαν ἐκβάλλειν τοὺς ξεινικοὺς θεούς.
      φόρεσαν τα όπλα τους όλοι οι Καύνιοι που είχαν την κατάλληλη ηλικία, και χτυπώντας με τα δόρατά τους τον αέρα έφτασαν ώς τα σύνορα των Καλυνδέων — και ισχυρίζονται πως έτσι έδιωχναν τους ξένους θεούς.
      Μετάφραση (1964): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
    ※  1ος/2ος κε αιώνας Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Ἀλέξανδρος, 72.4
    καὶ τὸ Κοσσαίων ἔθνος κατεστρέφετο, πάντας ἡβηδὸν ἀποσφάττων.
    και αφάνισε το έθνος των Κοσσαίων, σφάζοντας όλους από την εφηβική ηλικία και πάνω.
    Μετάφραση (2012): Γιαγκόπουλος, Α.Ι., Ζ.Ε. Μαλαθούνη. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας. @greek‑language.gr

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • → δείτε τη λέξη ἥβη