Ἡγησίπολις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Ἡγησίπολις < (ἡγέομαι) ... + -πολις (πόλις) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Ἡγησίπολις αρσενικό
- ανδρικό όνομα, ἡγησίπολις (ηγέτης του κράτους, της πόλης)
Πηγές[επεξεργασία]
- Ἡγησίπολις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.