ὀφρυάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ὀφρυάζω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

ὀφρυάζω (ελληνιστική κοινή)

  1. κάνω νεύμα με τα φρύδια μου, συνοφρυώνομαι
  2. κοιτάζω υπεροπτικά σηκώνοντας τα φρύδια

Κλίση[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]