ὁμηρέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ὁμηρέω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

ὁμηρέω

  1. συναντώ, απαντώ
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 16 (π. Ἀναγνωρισμὸς Ὀδυσσέως ὑπὸ Τηλεμάχου.), στίχ. 468 (στίχοι 468-469)
    ὡμήρησε δέ μοι παρ᾽ ἑταίρων ἄγγελος ὠκύς, | κῆρυξ, ὃς δὴ πρῶτος ἔπος σῇ μητρὶ ἔειπεν.
    Σ᾽ αυτό με πρόλαβε, πιο γρήγορος, άλλος μαντατοφόρος, | δικός σου σύντροφος, ο κήρυκας, που πρώτος είπε στη μητέρα σου το νέο.
    Μετάφραση (2006): Δημήτρης Μαρωνίτης @greek‑language.gr
  2. (μεταφορικά) ομοφωνώ, συμφωνώ

Κλίση[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]