ὄνων φάτνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ὄνων φάτνη < → λείπει η ετυμολογία
Φράση[επεξεργασία]
ὄνων φάτνη (ελληνιστική κοινή)
- (αστρονομία) νεφέλωμα μεταξύ δύο αστέρων στον αστερισμό του Καρκίνου
- ※ 2ος↓ αιώνας Κλαύδιος Πτολεμαίος, Τετράβιβλος, 2.13, @scaife.perseus
- ἐπὰν δὲ τῶν ἀστέρων τῶν παρʼ ἑκάτερα τῆς Φάτνης τῶν καλουμένων Ὄνων ὁ μὲν βόρειος ἀφανὴς γένηται, βορέαν πνεύσειν σημαίνει, ὁ δὲ νότιος νότον.
- ※ 5ος↓ αιώνας ⌘ Νόννος ο Πανοπολίτης, Διονυσιακά, 1.459, @scaife.perseus
- ἰσοφυὴς λάμψειεν Ὄνων παρὰ γείτονι Φάτνῃ.
- ※ 2ος↓ αιώνας Κλαύδιος Πτολεμαίος, Τετράβιβλος, 2.13, @scaife.perseus
Πηγές[επεξεργασία]
- ὄνος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὄνος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.